απεραντοσύνη

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κάτι απέραντο, το υπερβολικό μέγεθος
2. ο απέραντος κόσμος, το άπειρο.

Translations

immensity

Greek: απεραντοσύνη; Ancient Greek: ἄβυσσος, ἀκαταλημψία, ἀκαταληψία, ἀμετρησίη, ἀμετρία, ἀμπτυχή, ἀναπτυχή, ἀπειρομεγέθες, ἀπληστία, ἀχάνεια, πέλαγος, τὸ ἀκατάληπτον, τὸ ἀσυνείκαστον, τὸ ἀχανές; Bulgarian: огромност; Catalan: immensitat; Czech: nezměrnost, ohromnost; Irish: aibhse, aibhseacht, áibhle, dearmháile, ollmhéid; Italian: immensità, oceano, immanità; Latin: immanitas; Latvian: milzīgums, gigantiskums; Manx: ard-vooadys; Portuguese: imensidade; Spanish: inmensidad