Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
ἀπερύκω, (Α) ερύκω1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι4. συγκρατώ.