απερύκω

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

ἀπερύκω, (Α) ερύκω
1. απωθώ, εμποδίζω, κρατώ κάποιον μακριά από κάτι
2. μέσ. απέχω από κάτι, αποφεύγω να κάνω κάτι
3. παθ. αποκλείομαι, αποστερούμαι από κάποιον ή κάτι
4. συγκρατώ.