αποβλέπω

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

(AM ἀποβλέπω)
1. ατενίζω, βλέπω προσεκτικά
2. βλέπω με αισιοδοξία, ευελπιστώ
3. αφορώ ή επιδιώκω («σε τι αποβλέπει»)
4. παύω να βλέπω, γυρίζω τα μάτια μου αλλού
μσν.- νεοελλ.
βλέπω το αποτέλεσμα
νεοελλ.
1. δεν δίνω προσοχή σε κάτι ή κάποιον, τον βλέπω με περιφρόνηση
2. φρ. «είδα κι' απόειδα» βεβαιώθηκα και απογοητεύθηκα για κάτι
μσν.
φροντίζω
αρχ.
1. βλέπω με θαυμασμό και αγάπη
2. ρίχνω μια ματιά.