αποδιδράσκω

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

(AM ἀποδιδράσκω)
(νεοελλ., άχρηστος ο ενεστ. κ. ο πρτ.) δραπετεύω
αρχ.
1. φεύγω μακριά τρέχοντας, διαφεύγω
2. αποφεύγω κάποιον ή κάτι
3. λιποτακτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + διδράσκω
σπάνια χρησιμοποιείται ως απλό
οι ρηματικοί του τύποι συνήθως σύνθετοι με την πρόθ. από].