αποδύω

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι)
(αρχ.-νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες
αρχ.
Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω
II. (μέσ., -ομαι)
1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω το όστρακο μου
2. (σε παλαίστρα) γδύνομαι για να αγωνιστώ, αγωνίζομαι
3. αποβάλλω κάτι από πάνω μου, το «ξεφορτώνομαι».