απομίμηση

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀπομίμησις)
τέλεια μίμηση
νεοελλ.
1. αντιγραφή πρωτοτύπου, κατασκευή ομοιώματος
2. παραποίηση με σκοπό την εξαπάτηση, πλαστογραφία, παραχάραξη
3. συνεκδ. αντίγραφο, πανομοιότυπο.