εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν → blessed are You, o Christ Our God
(ΑΜ ἀποσκιρτῶ, -άω)νεοελλ.μτφ. εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ σε άλλημσν.απομακρύνομαι εγκαταλείποντας κάποιον ή κάτιαρχ.1. (για ζώα) απομακρύνομαι πηδώντας2. μτφ. είμαι άτακτος, δύστροπος, απειθής.