απειθής

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-ές (AM ἀπειθής, -οῦς)
απειθάρχητος, ανυπάκουος
αρχ.
ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός.