απειθής
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
-ές (AM ἀπειθής, -οῦς)
απειθάρχητος, ανυπάκουος
αρχ.
ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός.