αποφώλιος
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
ἀποφώλιος, -ον (Α)
1. ανώφελος, μάταιος
2. αποκρουστικός, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του απαφίσκω «απατώ, εμπαίζω», οπότε σημαίνει «απατηλός, παραπλανητικός». Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεσή του με το όφελος].