ἀποφώλιος
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
ἀποφώλιον, acc. to the Ancients, = ἀνεμώλιος, μάταιος, empty, vain, idle, Hom. only in Od., νόον ἀποφώλιός ἐσσι 8.177; οὐκ ἀποφώλια εἰδώς 5.182; οὐκ ἀ. ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος 14.212; ἐπεὶ οὐκ ἀ. εὐναὶ ἀθανάτων = are not barren, 11.249; νέκυς ἀ. Opp.C.3.447; ἀποφώλια μητιόων Man.6.565; ῥέξουσ' ἀποφώλια Orac. ap. Jul.Ep.89; of the Minotaur, ξύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τρέφος a monstrous, hybrid birth, E.Fr.996; in Nic.Al.524 στομίων ἀ. ἆσθμα is expld. by Sch. χαλεπόν, but perhaps there is a play on φωλεύοντα (φωλεός, cf. Eust.) which occurs just before. (Perh. from ἀποφεῖν (q.v.), cf. ἁμαρτωλός: ἁμαρτεῖν; Hsch. has ἀποφώλια· ἀποφίλια (i.e. ἀποφύλια).)
Translatum
Euripides, Cretans fr. 472a (Nauck, Tragicorum graecorum fragmenta: (see Snell's 1964 edition of Nauck, pp. 680 & [1033]). The thoughtful scholar wonders what κἀποφώλιον (= καὶ ἀποφώλιον) has to do with the Minotaur. As the brilliant A. E. Housman remarked in the Proceedings of the Cambridge Philological Society back in 1890, the vicious monster “was by no means ἀποφώλιον, empty, idle.” I very much like Housman’s emendation to κἀποφύλιον, (“and sui generis,” “off-species,” “belonging to no [human] tribe”), so appropriate to the Minotaur. And for good measure, H. finds ἀποφύλιος already recognized as corrupted into ἀποφώλιος at Aeschylus, frag. 287.
The fragment derives from two sources in Plutarch: Theseus 15, where it appears as σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος, “a mixed figure, an idle/empty baby,” and De curiositate (Περὶ πολυπραγμοσύνης) 520c, which reads σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας, “a mixed figure, an idle/empty monster”. To many scholars, it has seemed inappropriate to refer to the frightful Minotaur as a βρέφος, a “baby;” τέρας is much better, but how do we explain the discrepancy in MS readings? The word τρέφος, “creature” is Nauck’s reasonable compromise: it’s easy to see how it might be corrupted to either βρέφος or τέρας.
To sum up: the most likely reconstruction of the line would seem to be σύμμικτον εἶδος κἀποφύλιον τρέφος = a mixed figure, a creature belonging to no species.
—William Berg: σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος (Translatum.gr)
German (Pape)
[Seite 335] (Abltg unsicher), Hom. viermal: Od. 11. 249 τέξεαι ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ ἀθανάτων; 5, 182 ἦ δὴ ἀλιτρός γ' ἐσσὶ καὶ οὐκ ἀποφώλια εἰδώς; 14, 212 ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιος ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος; 8, 177 νόον δ' ἀποφώλιός ἐσσι. Die Bed. ist also = leer, nichtig, hohl, unbedeutend, erfolglos; – Nic. Alex. 524 ἀποφώλιον ἆσθμα ἐχίδνης, für ἆσθμα ἐχ. φωλευούσης; τέρας, der Minotaurus, Plut. Thes. 15; νέκυς Opp. C. 3, 447; Philet. 9, 1 ἀγροιώτης.
Spanish (DGE)
-ον
I infecundo τέξεις ἀγλαὰ τέκνα, ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ ἀθανάτων Od.11.249, Hes.Fr.31.2
•vano, inútil νέκυς Opp.C.3.447
•falsario, EM 130.53G.
II 1en rel. c. la inteligencia de pocas luces, ignorante νόον ἀ. ἐσσι Od.8.177, οὐκ ἀ. ἦα οὐδὲ φυγοπτόλεμος Od.14.212, ἀγροιώτης Philet.10.1, μῦθος Q.S.12.552, cf. Hsch., EM 130.47G.
•subst. ἀποφώλια insensateces, tonterías οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Od.5.182, ἀποφώλια μητιόωντα Man.6.565, cf. Q.S.2.327.
2 oscuro, siniestro del Minotauro τρέφος E.Fr.996
•malsano, mefítico στομίων τ' ἀποφώλιον ἄσθμα Nic.Al.524.
• Etimología: Se ha rel. c. ἀπαφεῖν y ἀποφεῖν, cf. ἀπαφίσκω. Quizá mejor de *ἀποφαϝόλιος, comp. c. el prefijo ἀπο- ‘lejos de’, ‘sin’ y una forma emparentada c. φάος ‘luz’, sin -ς, como en φανο-φόροι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vain, inutile : εὐναὶ ἀποφώλιοι OD couche stérile ; νόον ἀποφώλιος OD vide d'esprit ; οὐκ ἀποφώλια εἰδώς OD qui n'est pas un insensé, càd expérimenté entre tous.
Étymologie: ἀπό, ὄφελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφώλιος:
1 бесплодный (εὐναί Hom.);
2 пустой, ничтожный (νόον ἀ. Hom.): οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Hom. хитроумный;
3 безобразный, чудовищный (τρέφος или βρέφος Eur.; τέρας Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφώλιος: -ον, κατὰ τοὺς παλαιοὺς = ἀνεμώλιος, μάταιος, Λατ. vanus, irritus, ἐν χρήσει παρὰ μόνῳ τῷ Ὁμήρῳ ἐν Ὀδυσ., νόον ἀποφώλιός ἐσσι Θ. 177· οὐκ ἀποφώλια εἰδώς Ε. 182· ὡσαύτως συναπτόμενον τῷ φυγοπτόλεμος Ξ. 212· ἐπεὶ οὐκ ἀποφώλιοι εὐναὶ ἀθανάτων, «ἄγονοι, ἄκαρποι· ἐκ μεταφορᾶς δὲ ᾠῶν καὶ τοῦτο ἅπερ ἀπορριπτοῦνται τῶν φωλεῶν ὡς οὔρια» (Εὐστ.)· ἀποφώλια μητιόων Μανέθ. 6. 565· πρβλ. ἀπόφωλος· - ὡσαύτως, ἐπὶ τοῦ Μινωταύρου ξύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τρέφος, τερατῶδες καὶ σύμμικτον γέννημα, Εὐρ. Ἀποσπ. 383· καὶ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 524, στομίων ἀπ. ἆσθμα ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολιαστοῦ, χαλεπόν, - ἀλλ’ ἴσως ὑποκρύπτεται λογοπαίγνιον ἀναφερόμενον εἰς τὸ φωλεύοντα (φωλεός), ὅπερ ἀπαντᾶ ὀλίγον ἀνωτέρω. (Ὁ Εὐστ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὸ φωλεός: ἄλλοι δὲ παράγουσιν αὐτὴν ἐκ τῆς ἀπὸ καὶ τοῦ ὄφελος: ἀλλὰ τὸ -ώλιος φαίνεται ὅτι εἶναι κατάληξις, ὡς ἐν τῷ ἀνεμώλιος, καὶ ἂν ἔχῃ οὕτω, τότε μένει μόνον τὸ πρῶτον μέρος τῆς λέξεως ἀποφ- ὡς ἡ ἄγνωστος ῥίζα).
English (Autenrieth)
good-for-nothing, empty; οὐκ ἀποφώλιος ἦα | οὐδὲ φυγοπτόλεμος, Od. 14.212; νόον δ' ἀποφώλιός ἐσσι, Od. 8.177; οὐκ ἀποφώλια εἰδώς, ‘no fool,’ Od. 5.182; ἀποφώλιοι εὐναί, ‘unfruitful,’ Od. 11.249.
Greek Monolingual
ἀποφώλιος, -ον (Α)
1. ανώφελος, μάταιος
2. αποκρουστικός, τερατώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρικό επίθετο αβέβαιης σημασίας. Οι αρχαίοι το ερμήνευσαν «ανεμώλιος, μάταιος», δηλ. «μάταιος, κενός». Συνδέεται πιθ. με το απαφείν (αιολ. ή αχαϊκό αποφείν) αόρ. του απαφίσκω «απατώ, εμπαίζω», οπότε σημαίνει «απατηλός, παραπλανητικός». Δεν φαίνεται πιθανή η σύνδεσή του με το όφελος].
Greek Monotonic
ἀποφώλιος: -ον, κενός, μάταιος, αδρανής, άχρηστος, ανωφελής, Λατ. irritus, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: worthless? (Od.)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Glossed as ἀνεμώλιος, μάταιος, i.e. futile, idle. Not to ὄφελος. Prob. to ἀποφεῖν ἀπατῆσαι H. so orig. deceiving. Wrong Pedersen FS Hammerich, 1952, 190ff. (from *φωλ- power, to OCS boljьjь). For the formation cf. ἁμαρτωλός, s. Chantr. Form. 43. S. ἀπαφίσκω.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
empty, vain, idle, useless, fruitless, Lat. irritus, Od.
Frisk Etymology German
ἀποφώλιος: {apophṓlios}
Meaning: ep. und poet. Adj. (seit Od.) unsicherer Bedeutung, von den Alten als ἀνεμώλιος, μάταιος, d. h. nichtig, eitel, erklärt.
Etymology: Zum Vergleich bieten sich einerseits ὄφελος (Schulze Q. 242), anderseits, u. z. besser, ἀποφεῖν· ἀπατῆσαι H. (Doederlein Hom. Gl. 3, 55, Fick KZ 41, 198ff.); somit eig.·trügerisch’. Noch anders Bezzenberger BB 5, 318, Ehrlich Sprachgesch. 29f. Zur Bildung vgl. Chantraine Formation 43. S. auch ἀπαφίσκω, das von ἀποφεῖν nicht getrennt werden kann. Zum ο-Vokalismus (äolisch?) s. Chantraine Gramm. hom. 1, 25f. m. Lit.
Page 1,126
Mantoulidis Etymological
(=μάταιος, ἀνώφελος). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Πιθανόν ἀπό τό ἀπό + φωλεός (=αὐτός πού ρίχνεται ἔξω ἀπό τή φωλιά). Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό ἀπό + ὄφελος (=ἀνώφελος) ἤ ἀπό τό ἀπό + φηλός (=ἀπατεώνας).