απόλογος

From LSJ

ἀγαθοὶ δὲ ἐγένοντο διὰ τὸ φῦναι ἐξ ἀγαθῶν → they were virtuous because they were sprung from virtuous men, virtuous they were because they were sprung from men of virtue

Source

Greek Monolingual

ο (AM ἀπόλογος)
απολογία, λογοδοσία
μσν.- νεοελλ.
απόκριση, απάντηση
νεοελλ.
τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου
αρχ.
1. διήγηση, ιστόρημα
2. μύθος, αλληγορία
3. λογαριασμός, απολογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + λόγος < λέγω.