απόφανση

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀπόφανσις) αποφαίνω
έκφραση, διατύπωση γνώμης
νεοελλ.
απόφαση δικαστηρίου, έκδοση απόφασης
αρχ.
το να αποφαίνεται κανείς για κάτι κατά τρόπο θετικό, η κατάφαση.