απόφυση
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
Greek Monolingual
η (Α ἀπόφυσις) φύω
1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι
2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού).