αρμυρίζω

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

αρμυρός
1. γίνομαι αλμυρός
2. δοκιμάζω κάτι αλμυρό
3. για κατσίκια που πίνουν λίγο θαλασσινό νερό.