αρνάκι

From LSJ

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source

Greek Monolingual

το αρνί
1. το μικρό αρνί
2. κρέας αρνίσιο
3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος.