καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)
και ασφυχτικός, -ή, -ό1. αυτός που προκαλεί ασφυξία, αποπνικτικός2. ο σχετικός με την ασφυξία.[ΕΤΥΜΟΛ. < άσφυκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].