Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασχημίζω

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

και ασκημίζωασχημίζω)
1. κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο, δύσμορφο, ασχημαίνω
2. γίνομαι άσχημος
3. υποβιβάζω ηθικά.