αυλακιά

From LSJ

Greek Monolingual

η
1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι
2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά ντομάτες»)
3. τμήμα αγρού του οποίου η έκταση καθορίζεται από τις αυλακιές κατά τη σπορά («έσπειρα τρεις αυλακιές»).