αφρόκρεμα

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

Greek Monolingual

η
1. η αφρώδης κρέμα των γλυκισμάτων από ζάχαρη και αβγά
2. καλλυντική αλοιφή προσώπου
3. η εκλεκτότερη ποιότητα κάποιου πράγματος
4. η αριστοκρατική τάξη μιας κοινωνίας.