αχανής
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
-ές (AM ἀχανής, -ές) χαίνω
1. αυτός που παρουσιάζει μεγάλο χάσμα («ἀχανής κρημνός»)
2. απέραντος, ατέλειωτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀχανές
χάος, άβυσσος
II. αρχ.-μσν. αυτός που δεν ανοίγει το στόμα του, που μένει άφωνος από φόβο ή έκπληξη
μσν.
άφωνος, νεκρός
αρχ.
1. στενός
2. ανοιχτός, χωρίς στέγη
3. φρ. «ἀχανὲς σκότος» — το αιώνιο σκοτάδι.