αχώνευτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχώνευτος, -ον)
εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι
νεοελλ.
1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος
2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει κατανοητός
3. αντιπαθητικός, ανυπόφορος
4. ασυγχώρητος.