αὐτογραμμή
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
English (LSJ)
ἡ, line in itself, Arist.Metaph.1036b14, Plot. 6.6.17.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
la linea en sí αὐτογραμμὴν τὴν δυάδα (λέγουσι) Arist.Metaph.1036b14, ἐν τῷ λόγῳ τῆς αὐτογραμμῆς Plot.6.6.17.
German (Pape)
[Seite 396] ἡ, die Linie an u. für sich, Arist. Metaph. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτογραμμή: ἡ, ἡ ἁπλῶς ἐξ ἀφαιρέσεως γραμμή, οἵα εἶναι ἡ μαθηματική, Ἀριστ. Μεταφ. 6. 11, 6.
Russian (Dvoretsky)
αὐτογραμμή: ἡ идеальная линия Arst.