αὐτόξυλος
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
αὐτόξυλον, of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.
Spanish (DGE)
-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.
German (Pape)
(ξύλον), von bloßem Holz, ganz von Holz, ἔκπωμα Soph. Phil. 35; Πάν, Apollonid. 10 (Plan. 235); nach Eust. ὅσα ἔργα οὐκ εἰς κάλλος εἴργασται.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.
Greek Monolingual
αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.
Greek Monotonic
αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.