αὐτόξυλος

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόξῠλος Medium diacritics: αὐτόξυλος Low diacritics: αυτόξυλος Capitals: ΑΥΤΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: autóxylos Transliteration B: autoxylos Transliteration C: aftoksylos Beta Code: au)to/culos

English (LSJ)

αὐτόξυλον, of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.

Spanish (DGE)

-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.

German (Pape)

(ξύλον), von bloßem Holz, ganz von Holz, ἔκπωμα Soph. Phil. 35; Πάν, Apollonid. 10 (Plan. 235); nach Eust. ὅσα ἔργα οὐκ εἰς κάλλος εἴργασται.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.

Greek Monolingual

αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.

Greek Monotonic

αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.

Middle Liddell

ξύλον
of mere wood, Soph.