βάφτιση

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek Monolingual

η (AM βάπτισις)
το μυστήριο του βαπτίσματος
νεοελλ.
1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα
2. το νερό της κολυμπήθρας
3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα
4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια
5. η εορτή των Θεοφανείων
6. η εικόνα της Βάφτισης του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βάπτισις < βαπτίζω, ο δε τ. βάφτιση < μσν. βάπτιση < βάπτισις.