βαθύρρους
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
βαθύρρουν, contr. for βαθύρροος (deep-flowing).
French (Bailly abrégé)
βαθύρρους, βαθύρρουν :
ion. βαθύρροος, βαθύρροον;
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύρροος -ον βαθύς, ῥόος met diepe stroming.
German (Pape)
zsgzg. aus βαθύρροος.