βαλές

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ο
1. ακόλουθος, υπηρέτης
2. φιγούρα της τράπουλας, ο φάντης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. valet].