βασικός
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. θεμελιώδης
2. αρχικός
3. σημαντικός, ουσιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη].