βασιλοφάγος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά
2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].