βατραχίτης
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
λίθος, ὁ, a frog-green stone, Plin.37.149.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 mineral. batraquita, βατραχίτης λίθος = piedra de color verde claro, Cyran.1.21.10, 61, Plin.HN 37.149, Isid.Etym.16.4.20.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. Cyran.1.21.3.
German (Pape)
[Seite 439] λίθος, ein froschgrüner Stein, Plin. 87, 10.
Greek (Liddell-Scott)
βατραχίτης: [ῑ], λίθος, ὁ, λίθος πρασίνου ἀνοικτοῦ χρώματος, Πλίν. 37. 10.
Greek Monolingual
ο (Α βατραχίτης)
ονομασία λίθου, ποικιλίας του μοντικελίτη.