βραχνιάζω

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Greek Monolingual

1. κάνω κάποιον να πάθει βραχνάδα, προκαλώ βραχνάδα
2. γίνομαι βραχνός, έχω βραχνάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ. ενεστ. οριστ.) βραγχιάζω (μαρτυρείται μόνο στην ευκτική, βραγχιάζοισθε «πνίγοισθε», στον Ησύχιο), παρεκτεταμένος τύπος του βραγχιώ].