βραχυπρόθεσμος

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει σύντομη προθεσμία, που η ισχύς ή οι προοπτικές του εξαντλούνται σε σύντομο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + προθεσμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη].