Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύστομος

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύστομος Medium diacritics: βραχύστομος Low diacritics: βραχύστομος Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: brachýstomos Transliteration B: brachystomos Transliteration C: vrachystomos Beta Code: braxu/stomos

English (LSJ)

βραχύστομον, with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.