βροχθίζω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A take a mouthful, Arist.Pr.948a5.
II clear the throat, τινί with... Clearch.Com.2.
III give to drink, Aq.Ge.24.17.
Spanish (DGE)
I intr.
1 echar un trago σημεῖον δὲ τὸ μὴ πίνειν πολύ, ἀλλὰ καὶ βροχθίσαι Arist.Pr.948a5.
2 aclararse la garganta γόγγρων τε λευκῶν πᾶσι τοῖς κολλώδεσι βρόχθιζε Clearch.Com.2.
II tr. dar de beber βρόχθισόν με Aq.Ge.24.17.
German (Pape)
[Seite 465] die Kehle netzen, übh. verschlucken, Arist. Probl. 27, 3; τοῖς κολλώδεσι γόγγρων βρόχθιζε Clearch. com. Ath. XIV, 623 c.
French (Bailly abrégé)
1 humecter le gosier;
2 avaler.
Étymologie: βρόχθος.
Russian (Dvoretsky)
βροχθίζω: проглатывать Arst.
Greek (Liddell-Scott)
βροχθίζω: καταπίνω, Ἀριστ. Προβλ. 27. 3, 4· πρβλ. καταβρ- ΙΙ. καθαρίζω τὸν λαιμόν, τινι, μέ τι, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 623C.
Greek Monolingual
βροχθίζω (AM) βρόχθος
1. καταβροχθίζω, καταπίνω
2. καθαρίζω τον λαιμό.