βωλοειδής

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βωλοειδής Medium diacritics: βωλοειδής Low diacritics: βωλοειδής Capitals: ΒΩΛΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: bōloeidḗs Transliteration B: bōloeidēs Transliteration C: voloeidis Beta Code: bwloeidh/s

English (LSJ)

βωλοειδές, cloddy, lumpy, Thphr. Ign.65, Erot. s.v. μώλυζα. Adv. βωλοειδῶς Dsc.1.73.

Spanish (DGE)

-ές
1 que tiene forma de terrón, aterronado ἡ κονία ... ἡ ἀρτίκαυστος καὶ β. Thphr.Ign.65, σκορόδου κεφαλὴ β. Erot.61.7.
2 adv. -ῶς en forma de terrón ἐκβράσσεται εἰς τὰς ἠιόνας β. συμπεπηγυῖα Dsc.1.73.

German (Pape)

[Seite 468] ές, schollig, klumpig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βωλοειδής: ἐς, ἔχων βώλακας ἤ βώλους, Θεόφρ. Πυρ. 65. ― Ἐπίρρ. -δῶς Διοσκ. 1. 100.

Greek Monolingual

βωλοειδής, -ές (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει βώλους, εύφορος.