γέλιο

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το (Μ γέλιον, το)
1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, του στόματος, του προσώπου και με ηχηρές εκπνοές
2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» — γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν' ανασάνω
β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά» — θα στενοχωρηθείς μετά την τωρινή σου ευθυμία
3. η χαρά, η ευτυχία
4. ο περίγελως, η κοροϊδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γελώ, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. μαρτυρώ - μαρτύριο). Κατ' άλλην άποψη, < αρχ. γέλοιον, ουδ. του επιθ. γελοίος με αναβιβασμό του τόνου. Αν αληθεύει η β' ετυμολογία, η λ. θα έπρεπε να ορθογραφείται ως γέλοιο].