γαίηθεν
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
A Adv. from the land, Opp.H.1.39.
2 out of the earth, ἐκφύεται γαίηθεν Orac. ap.Eus.PE6.2 (App.Anth.6.113); from the earth, ἀναστήσαντες Orac. ib.5.9 (App.Anth.6.162).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): γαιόθεν A.D.Adu.188.30
adv.
1 de la tierra como elemento φῶτα γαίηθεν ἀναστήσαντες Orác. en App.Anth.6.162, cf. 113.
2 desde tierra firme ὃ (ὕδωρ) καὶ γαίηθεν ἰδέσθαι δεῖμα φέρει Opp.H.1.39.
3 de, desde el suelo γαίηθεν ἀναΐξας ἐδίωκον Orph.L.111; cf. γῆθεν.
German (Pape)
[Seite 470] vom Lande her, Opp. H. 1, 39.
Greek (Liddell-Scott)
γαίηθεν: ἐπίρρ (γαῖα) ἐκ τῆς γῆς, Ὀππ. Ἁλ. 1.39. 2) «ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν γῆν», ἐκφύεται γ. Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 237Α.
Greek Monolingual
γαίηθεν επίρρ. (A) γαία
1. από τη γη
2. από το εσωτερικό της γης.