γαλάκτιον
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
τό, Dim. of γάλα, M.Ant.5.4: in plural, fancy bread made with milk, Alciphr.Fr. 6.10.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 un poco de leche M.Ant.5.4.
2 torta de leche Alciphr.4.13.10.
German (Pape)
[Seite 471] τὁ, dim. von γάλα, ein wenig Milch, M. Anton. 5, 4; Milchspeisen im plur., Alciphr. frg. 10.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλάκτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γάλα, = «ὀλίγο γαλατάκι», Μ. Ἀντων. 5. 4.
2) πληθυντ., γαλακτῶδες ἔδεσμα, Ἀλκίφρ. Ἀποσπ. 6, 10.
Greek Monolingual
γαλάκτιον, το (Α) γάλα
1. γαλατάκι, λίγο γάλα
2. τὰ γαλάκτια
τα γαλακτερά.