γαλανόλευκος

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος που έχει χρώμα γαλανό και λευκό
2. το θηλ. ως ουσ. η ελληνική σημαία.