γανωτός
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
γανωτή, γανωτόν, tinned, polished, lackered, ἀγγεῖον Aët.12.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
cubierto con una capa de estaño, ἀγγεῖον ὀστράκινον Aët.12.1 (p.19), cf. Gal.14.548.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰνωτός: -ή, -όν, κασσιτερωμένος, ἐστιλβωμένος, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ γανωτός, -ή, -όν) [[[γανώ]] (-όω)]
1. ο στιλπνός, ο γυαλιστερός
2. (για χάλκινα σκεύη) γανωμένος.