γκέτα

From LSJ

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source

Greek Monolingual

η
1. ταινία από χοντρό ύφασμα για το τύλιγμα της κνήμης από τον αστράγαλο ως το γόνατο, έξω από το παντελόνι
2. κουμπωτό περιτύλιγμα (από δέρμα ή ύφασμα) του ποδιού και του κάτω μέρους της κνήμης, προσαρμοσμένο στο παπούτσι και μέσα από το παντελόνι
3. δερμάτινο περικάλυμμα τών κνημών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ιταλ. ή βενετ.) ghetta «περικνημίδα»].