γλέντι

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

το
1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια»)
2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τον ακούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ].