γλέντι
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
Greek Monolingual
το
1. διασκέδαση με φαγητό, ποτό και τραγούδι («έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια»)
2. η εύθυμη διάθεση από αστεία γεγονότα ή λόγια («ήτανε γλέντι να τον ακούς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. γλεντώ].