γλαγόεις
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
γλαγόεσσα, γλαγόεν, = γλαγερός (full of milk, soft, plump),
A μαζοί AP5.55 (Diosc.).
2 milky, milk-white, Nic.Th.923, Opp.H.4.113.
Spanish (DGE)
(γλᾰγόεις) -εσσα, -εν
1 cargado de leche μαζοί AP 5.56 (Diosc.), cf. Nonn.D.14.362, 9.31, Pamprepius 3.176.
2 semejante a la leche, blanco como la leche κράδης γλαγόεντα χέας ὀπόν Nic.Th.923, μύξα θαλασσαίη Opp.H.3.376, σκάρος Opp.H.4.113, por extensión γλαγόεντος ἐν εἴαρος ὥρῃ en la estación de la blanca primavera Opp.C.4.368.
German (Pape)
εσσα, εν, voll Milch, μαζοί Sosip. 3 (V.56); milchfarbig, μύξα Opp. H. 4.113, öfter.
Russian (Dvoretsky)
γλᾰγόεις: όεσσα, όεν полный молока (μαζοί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰγόεις: εσσα, εν, = τῷ προηγ. μαζοὶ Ἀνθ. Π. 5. 56. 2) λευκὸς ὡς τὸ γάλα, Ὀππ. Ἁλ. 4. 113.
Greek Monolingual
γλαγόεις, -εσσα, -εν (Α) γλάγος
1. ο γλαγερός
2. λευκός σαν γάλα.