γλαγερός
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
English (LSJ)
ά, όν,
A full of milk, AP6.154 (Leon. or Gaet.).
2 soft, plump, Opp. C.1.200, 332.
Spanish (DGE)
(γλᾰγερός) -ά, -όν
• Morfología: [ép. plu. dat. γλαγερῇσι Opp.C.1.332]
1 abundante en leche λαγόνες de una yegua, Opp.l.c., (δῶμα) γ. una casa en que no falte la leche, e.e. rica en ganado, AP 6.154 (Leon.).
2 lactante δέμας Opp.C.1.200.
3 de color blanco γέρανος AP 6.109.8 (Antip.Sid.) (ap. crít.), cf. Sud., Zonar.125.9C.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
abondant en lait, plein de lait.
Étymologie: γλάγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαγερός -ά -όν γλάγος vol met melk.
German (Pape)
voll Milch, Opp. Cyn. 1.200; Leon.Tar. 80 (VI.154).
Russian (Dvoretsky)
γλᾰγερός: изобилующий молоком (δῶμα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γλᾰγερός: -ά, -όν, πλήρης γάλακτος, Ὀππ. Κ. 1. 200, Ἀνθ. Π. 6. 154.
Greek Monolingual
γλαγερός, -ά, -όν (Α) γλάγος
1. γεμάτος γάλα
2. μαλακός, παχύς.
Greek Monotonic
γλᾰγερός: -ά, -όν (γλάγος), γεμάτος με γάλα, σε Ανθ.· ομοίως, γλᾰγόεις, -εσσα, -εν, στο ίδ.