γλαγότροφος
From LSJ
English (LSJ)
γλαγότροφον, milk-fed, Lyc.1260.
Spanish (DGE)
(γλᾰγότροφος) -ον nutrido con leche τέκνα Lyc.1260.
Greek (Liddell-Scott)
γλαγότροφος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τραφείς, Λυκόφρ. 1260.
Greek Monolingual
γλαγότροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τραφεί με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος + -τροφος < τρέφω.