γλωττίς
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A glottis, mouth of the windpipe (reed), Gal.UP7.13, al.
II mouthpiece of a pipe, in which the reed was inserted, Luc.Harm.1, Theo Sm.p.61 H.; of a trumpet, Hero Spir.1.16.
III shoe-string, Phryn.208; latchet, Lyd.Mag.2.13.
IV a bird, perhaps landrail, Arist.HA597b16.
French (Bailly abrégé)
v. γλωσσίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλωττίς -ίδος, ἡ γλῶσσα mondstuk (van een blaasinstrument).
German (Pape)
ίδος, ἡ, s. γλωσσίς; Stimmritzenkörper des Kehlkopfs, Galen. Bei Arist. H.A. 8.12, ein Vogel.
Russian (Dvoretsky)
γλωττίς: ίδος ἡ = γλωσσίς.
Greek Monotonic
γλωττίς: -ίδος, ἡ=γλῶσσα III, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
γλωττίς: -ίδος, ἡ, τὸ στόμιον τῆς τραχείας μετὰ τοῦ κρεατώδους ἐπιφράγματος, Γαλην. ΙΙ. τὸ στόμιον τοῦ αὐλοῦ, ἐν ᾧ τὸ ποιοῦν τὸν ἦχον καλάμιον ἐνετίθετο (ἴδε γλῶσσα ΙΙΙ. 1), Λουκ. Ἁρμ. 1. ΙΙΙ. λωρίον ὑποδημάτων, Λοβ. Φρύν. 229. IV. πτηνόν τι, κατὰ τὸν Sundevall ἡ ἴυγξ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 12, 12.