γλύω

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

και γλυώ (Μ γλύω)
γλυτώνω, σώζω κάποιον
νεοελλ.
γλυτώνω, λυτρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκλύω, με αποβολή του ε- και ανομοιωτική τροπή του -κ- σε γ- (πρβλ. εκλιστρώ -γλιστρώ)].