γραμματίδιον
From LSJ
τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life
English (LSJ)
v. γραμματείδιον.
Spanish (DGE)
v. γραμματείδιον.
German (Pape)
[Seite 504] τό, dim. von γραμμάτιον, Täfelchen, Schriftchen, Ath. II, 49 d; auch = γραμματεῖον, Dokument, Antiph. 5, 54; Dem. u. Sp., wie Plut. Artax. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit écrit (lettre, livre de comptes, etc.).
Étymologie: dim. de γραμματεῖον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματίδιον en γραμματείδιον -ου, τό γραμματεῖον schrijfseltje, briefje.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτίδιον: τό Plut. = γραμματείδιον.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτίδιον: ἴδε ἐν λ. γραμματείδιον.
Greek Monotonic
γραμμᾰτίδιον: βλ. γραμματείδιον.