γραμματείδιον
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
τό, Dim. of γραμματεῖον,
A small tablet, Antipho 5.53, D.54.37, Thphr. Char.6.8, Plu.Brut.5, etc.; γ. δίθυρον Men.327; menu, Ath.2.49d; memorandum, Jul.ad Ath.277b. (γραμματίδιον which is freq. found in codd., cf. PLips.111.5 (iv A. D.), is expl. as Dim. of γράμματα by Gramm., cf. Hdn.Gr.2.488.)
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -τίδιον Thphr.Char.6.8, Plu.Brut.5, Luc.Merc.Cond.27, Hdn.Gr.2.488, Iul.ad Ath.277b
1 tablilla para escribir, nota, escrito breve γ. πέμπειν Antipho 5.53, γραμματιδίου μικροῦ προσδοθέντος ἔξωθεν Καίσαρι Plu.l.c., γραμματίδια ὑπὸ κόλπου διακομίζειν Luc.l.c., γ. τι περιέχον ἀναγραφὴν τῶν παρεσκευασμένων Ath.49d, cf. Harp.s.u. ἀργυριοθήκη, Luc.Symp.21, Fauorin.Fr.107, X.Eph.2.10.1, Iul.l.c., Hsch.
•documento escrito ἔχων ... ὁρμαθοὺς γραμματιδίων ἐν ταῖς χερσίν sent. despect., Thphr.l.c.
2 díptico o tablilla en forma de estuche γ. δίθυρον Men.Fr.278, cf. Harp.s.u. ἀργυριοθήκη, Poll.10.57, Hsch.
German (Pape)
[Seite 504] τό, = γραμματίδιον, vgl. E. M.; γρ. δίθυρον Men. in VLL. V. παράστασις.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit écrit (lettre, livre de comptes, etc.).
Étymologie: dim. de γραμματεῖον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γραμματείδιον -ου, τό en γραμματίδιον γραμματεῖον schrijfseltje, briefje.
Russian (Dvoretsky)
γραμμᾰτείδιον: τό небольшая запись, записка, письмецо Plut.
Greek (Liddell-Scott)
γραμμᾰτείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ γραμματεῖον, σμικροὶ πίνακες, Δημ. 1268.14· γρ. δίθυρον Μένανδ. Μισ. 7. Ἐν τοῖς χφοις συχνάκις γραμματίδιον, ὅπερ ἑρμηνεύεται ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ.241,Σουΐδ., κτλ., ὡς ὑποκορ. τοῦ γράμματα, μικρὰ ἐπιστολή, χάρτης· διὰ ταῦτα ὁ δεύτερος εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος παρ᾿ Ἀντιφῶντι 135.32, Πλουτ.Ἀρτοξ. 22.Ἀλλ᾿ εἶναι πολλάκις δύσκολον νὰ κάμῃ τις διάκρισιν μεταξὺ τούτων τῶν σημασιῶν, ἴδε Πλούτ. Βρούτ. 5.
Greek Monolingual
γραμματείδιον και γραμματίδιον, το (Α) γραμματείον
1. πινακίδα
2. κατάλογος φαγητών.
Greek Monotonic
γραμμᾰτείδιον: ή -ίδιον, τό, υποκορ. του γραμματεῖον, μικρές πλάκες, πίνακες, σε Δημ., Πλούτ.
Middle Liddell
[Dim. of γραμματεῖον
small tablets, Dem., Plut.