γύμναση

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

η (AM γύμνασις)
σωματική ή πνευματική άσκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζομαι (πρβλ. γυμνάζω)].