γύρος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ο (Α γῡρος, Μ γύρος)
1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος
2. κάθε κυκλοτερές πράγμα
3. περιστροφή, περιφορά
4. περιοδεία, περίπατος
νεοελλ.
φρ.
1. «τρεις στον γύρο» — μεταξύ τους
2. «τά φέρνω γύρο» — τά καταφέρνω με κάποια δυσκολία, κυρίως στους όρους διαβίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύρος ανάγεται σε IE gū «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω» με παρέκταση σε -ρ-.
ΠΑΡ. γυρώ
αρχ.
γυραλέος μσν. γυρίν, γύρωθεν
μσν.- νεοελλ.
γυράζω, γυρίζω, γύροθεν
νεοελλ.
γύρα επίρρ., γύρο, γύρω.
ΣΥΝΘ. αρχ. γυρητόμος, γυροδρόμος, γυροειδής
νεοελλ.
γυροβολώ, γυρογυριά, γυρολόγος, γυρομαντεία, γυρομάντης, γυρόμετρο, γυροπατώ, γυροπετώ, γυροπόδι, γυροπυξίδα, γυροσκέπαστος, γυροσκόπιο, γυροστάτης, γυροσφόνδυλος, γυροτείχιστος, γυροτρίγυρα, γυροτριγυρίζω, γυροτριγύρω, γυροτρόπιο, γυροφέρνω, γυροφούστανο].